- υπόθημα
- -ήματος, τὸ, Α [ὑποτίθημι]1. βάθρο, βάση («τὸ ὑπόθημα τὸ ὑπὸ τοῑς ποσίν», Παυσ.)2. υποθήκη, ενέχυρο3. φρ. «ὑπόθημα κεφαλῆς» — το μαξιλάρι (Χαιρήμ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόθημα — stand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόθημ' — ὑπόθημα , ὑπόθημα stand neut nom/voc/acc sg ὑ̱πόθημαι , ὑποθέω make a secret attack perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθημάτων — ὑπόθημα stand neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθήματα — ὑπόθημα stand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθήματος — ὑπόθημα stand neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)